- ὠμοχειρούργητος
- ὠμο-χειρούργητος, ον,A premature, of a surgical operation,
ὠ. ποιῆσαι τὴν χειρουργίαν Steph.in Hp.1.180d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠ. ποιῆσαι τὴν χειρουργίαν Steph.in Hp.1.180d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμοχειρούργητος — ον, ΜΑ (για απόστημα) αυτός που υπέστη χειρουργική επέμβαση προτού ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + χειρουργῶ] … Dictionary of Greek
ὠμοχειρούργητον — ὠμοχειρούργητος premature masc/fem acc sg ὠμοχειρούργητος premature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)